Κυριακή 30 Δεκεμβρίου 2012

Μυλοκόπια στον Β. Ευβοϊκό;



Έχω επιστρέψει στην Αθήνα και από την 1η Σεπτεμβρίου έχουν ξεκινήσει και τα συμβούλια με τους καθηγητές για την νέα σχολική χρονιά. Όμως την Τετάρτη δεν έχω τίποτα και αποφάσισα να πάω για βουτιά. Δυστυχώς οι φίλοι μου (οι 2 Σπύροι και ο Γιάννης) δεν μπορούν να πάμε όλοι μαζί για ψάρεμα κι έτσι αναγκαστικά θα πάω μόνος μου κολυμπιτώ. Μετά από αρκετή σκέψη αποφασίζω να πάω Β. Ευβοϊκό μια και έχω καιρό να τον ψαρέψω.

Ξύπνησα χαράματα, φόρτωσα τον εξοπλισμό και ξεκίνησα για το μέρος που είχα επιλέξει. Έφτασα μόλις είχε βγει ο ήλιος. Ντύθηκα γρήγορα και βούτηξα τραβώντας ανοιχτά. Τα νερά αρκετά θολά αλλά υποφερτά. Η ορατότητα δεν ξεπερνούσε τα τρία μέτρα. Στα πρώτα καρτέρια κάποιοι μικροί κέφαλοι φάνηκαν. Τους αγνόησα και πήγα λίγο πιο βαθιά. 3-4 κέφαλοι μεγάλοι ήρθαν στο καρτέρι μου. Με έτρωγε η παλάμη μου να πατήσω τη σκανδάλη αλλά συγκρατήθηκα.

«Δεν έχω έρθει για κεφάλους» είπα μέσα μου.

Τα ψάρια έφυγαν… Στο επόμενο καρτέρι φάνηκαν 5-6 2κιλα γοφάρια αλλά ήταν πολύ νευρικά. Την ώρα που χανόντουσαν μέσα στη θολούρα, έριξα αλλά αστόχησα. Λίγο πιο κάτω το ίδιο συνέβη με μια κιλίσια τσιπούρα. Η ψυχολογία στο ναδίρ. Αποφάσισα να συνεχίσω και ότι γίνει. Χαλάρωσα στην επιφάνεια και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα βούτηξα για ένα μεγάλο καρτέρι. Όταν προσγειώθηκα στο βυθό, δεν είχαν περάσει 10 δευτερόλεπτα, διέκρινα στα δεξιά μου μια άσπρη φιγούρα να με πλησιάζει. Δεν μπορούσα να διακρίνω τι ψάρι ήταν λόγω της θολούρας. Ήταν πολύ φαρδύ για να είναι κέφαλος ή λαβράκι αλλά και πολύ στενό για να είναι τσιπούρα. Δεν ήταν γοφάρι γιατί η ουρά του δεν έδειχνε διχαλωτή. Το ψάρι στάθηκε μπροστά μου, μέσα στη θολούρα και εγώ χωρίς να χάσω χρόνο σημάδεψα το κεφάλι του και πάτησα τη σκανδάλη. Η άσπρη σκιά δεν κουνήθηκε καθόλου και εγώ σκέφτηκα ότι πάλι αστόχησα και ξεκίνησα για την επιφάνεια. Όμως αυτήν τη φορά η βέργα ήταν βαριά. Την τράβηξα κοντά μου για να δω τι είχα χτυπήσει και γεμάτος έκπληξη είδα ένα πανέμορφο μυλοκόπι 1,5 κιλό, νεκρό πάνω στη βέργα μου. Έχω δει 5 φορές αυτά τα υπέροχα ψάρια και έχω πιάσει τα τρία στα τόσα χρόνια που ψαρεύω. Το φίλησα και το κρέμασα στην ψαροκρεμάστρα μου. Ουσιαστικά το ψάρεμα μου είχε τελειώσει, αλλά είχε περάσει μόνο μισή ώρα ψαρέματος και μια και είχα διανύσει τόσα χιλιόμετρα αποφάσισα να συνεχίσω. Μετά από 2 καρτέρια αστόχησα (και πάλι) σε μια μισόκιλη τσιπούρα.

Προχώρησα λίγο, βούτηξα και με κάθετη βολή πήρα μια μισόκιλη μουρμούρα. Γεμάτος χαρά κι αυτοπεποίθηση ξαναβούτηξα. Μια από τα ίδια. Αυτή την φορά πήρα έναν μισόκιλο κακαρέλο σε κάθετη βολή πάλι. Καθώς περνούσε η ώρα το ρέμα άλλαζε και τα νερά θόλωναν όλο και πιο πολύ. Αποφάσισα να βγω ψαρεύοντας. Σε ένα καρτέρι πήρα ένα λαβράκι που ζύγιζε 1,4 κιλά. Κολυμπάω λίγο πιο κάτω και κάνω ένα ακόμη καρτέρι. Τότε μέσα από την θολούρα εμφανίζεται μπροστά μου ένα λαβράκι που δεν ήταν ούτε μισό κιλό. Με πλησίασε αγριεμένο, με πολύ τσαμπουκά, καβάλησε το όπλο, κύρτωσε την ράχη του, φούσκωσε τα μάγουλα του ανοίγοντάς τα για να φανεί πιο μεγάλο και στάθηκε 30 πόντους μπροστά στην μάσκα μου. Από το όλο θέαμα με έπιασαν τα γέλια και παραλίγο να πνιγώ. Βγήκα στην επιφάνεια βήχοντας και γελώντας. Λίγο πριν βγω είδα μια σκιά μέσα στη θολούρα και έριξα. Ένας κέφαλος 1,2 κιλά ήρθε να προστεθεί σαν τελευταίο στολίδι στην ψαροβελόνα μου. Βγήκα έξω για να βγάλω τις απαραίτητες φωτογραφίες αλλά εκεί κατάλαβα πως είχα ξεχάσει τη φωτογραφική μηχανή στο σπίτι, επομένως αναγκαστικά, το περιβάλλων πίσω μου είναι κάθε άλλο παρά θαλασσινό.....







  


Ακολουθώντας την διαίσθηση σου....








Οι διακοπές του καλοκαιριού τελείωσαν στην Κάρπαθο και εγώ το πρωί της Κυριακής 29-8-2010 φορτώνω το αμάξι για να το στείλω με το καράβι της γραμμής στον Πειραιά. Εγώ θα έπαιρνα το αεροπλάνο της επιστροφής για την Αθήνα το βράδυ. Η θάλασσα ήταν κολλημένη. Ο αέρας είχε σταματήσει από την προηγούμενη ημέρα αλλά δεν περίμενα μετά τα 8 μποφόρ των τελευταίων ημερών τέτοια μπονάτσα! Μια ιδέα μου πέρασε από το μυαλό. Να κάνω μια σύντομη βουτιά σε έναν από τους αγαπημένους μου ψαρότοπους αργά το απόγευμα. Κράτησα ένα 82αρι και όλα τα απαραίτητα και φόρτωσα όλα τα υπόλοιπα στο αυτοκίνητο. Το καράβι ήρθε στην ώρα του και όλα πήγαν κατ’ ευχήν. Παρ όλη την γκρίνια των γονιών μου «που θα πας τελευταία μέρα, κάτσε ξεκουράσου… κτλ», στις 5μμ βρίσκομαι να βουτάω σε ένα ψαρότοπο που φτάνει μέχρι τα -22μ βάθος. Παλιά στην αποχή του έκανε μεγάλα μαύρα αλλά έχουν περάσει πολλά χρόνια να δω κάτι αξιόλογο. Επειδή το μέρος το χτυπάει ο βοριάς, όταν έχει μπονάτσα και δεν θέλω να ψαρέψω βαθιά πηγαίνω εκεί. Αυτός ο τόπος μου δίνει πολλά και μεγάλα άσπρα με την προϋπόθεση ότι δεν θα φυσάει βορειοδυτικός, που συνήθως τρελαίνει τα νερά της Καρπάθου.



Έβαλα το τρίκιλο βαρίδι στην πλάτη, κολύμπησα περίπου 200 μ μέχρι να φτάσω στο τόπο και άρχισα τα καρτέρια. Ο καιρός δεν ήταν όπως το πρωί, και ένα απαλό βοριαδάκι φυσούσε που με χαροποίησε ιδιαίτερα γιατί τα νερά ήταν ψυλοθολά και αυτό με «βολεύει» στα καρτέρια. Στο δεύτερο καρτέρι έπιασα έναν σκάρο του κιλού. Μετά άλλον ένα λίγο πιο μικρό. Ψάρευα σε βάθος 2-3 μ. είχε πολλά ψάρια και ειδικά μεγάλους σαργούς. Οι μεγάλοι σαργοί τρύπωσαν σε δύσκολα αλλά γνωστά θαλάμια και εγώ αποφάσισα να συνεχίσω το καρτέρια μου και αργότερα να κάνω τα αναγκαία ψαχτήρια. Έπιασα δύο μεσαίους σαργούς και αποφάσισα να πάω ακόμη πιο ρηχά. Ψάρευα σε βάθος 1-1,5 μ, πάντα με καρτέρι, όταν ένας κέφαλος του κιλού αποφάσισε να αυτοκτονήσει και ήρθε να σταθεί μπροστά στην βέργα μου. Μετά από λίγο έπιασα και μια καλή σάρπα. Στα ρηχά τα νερά ήταν πολύ ζεστά αλλά και περισσότερο θολά. Έκανα τα καρτέρια μου παράλληλα με την στεριά (τα λαβράκια είναι πολύ σπάνια στην Κάρπαθο), όταν μέσα στην θολούρα είδα μια λάμψη να έρχεται προς το μέρος μου μεταξύ στεριάς και εμένα. Πλησίαζε χαλαρά λικνίζοντας το σώμα της σαν να χόρευε μια δεξιά μια αριστερά. Έμεινα εντελώς ακίνητος, χαμήλωσα το βλέμμα μου περιμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία για να διορθώσω το πόστο μου. Η λίτσα πλησίασε αρκετά και όταν ένας βράχος την κάλυψε για λίγο, άλλαξα την θέση μου περιμένοντάς την να φανεί πίσω από τον βράχο όπως και έγινε. Το ψάρι όμως με πήρε χαμπάρι και γύρισε προς τα εμένα πολύ πιο γρήγορα απ’ ότι περίμενα. Πάτησα την σκανδάλη αλλά λίγο ο κυματισμός, λίγο η έκρηξη του ψαριού, η βολή την πήρε χαμηλά στην κοιλιά. Η λίτσα τινάχτηκε και άρχισε να χτυπιέται και κολύμπησε μανιασμένα προς τα βαθιά. Άνοιξα το μουλινέ και κράτησα το σκοινί τεντωμένο και προσευχόμουν μην μπλέξει το σκοινί στις πέτρες. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτε άλλο. Κάποια στιγμή το ψάρι έφτασε σε ένα ξέφωτο άμμου και αντί να συνεχίσει να τραβάει προς τα βαθιά άρχισε να έρχεται προς τα εμένα. Στην προσπάθειά της να απαλλαγεί από την βέργα, έκανε κυριολεκτικά τούμπες και δύο φορές σχεδόν ολόκληρη πήδηξε έξω από το νερό.
«Μάλλον έχει αρχίσει να κουράζεται» σκέφτηκα. Όταν είδα αυτή την συμπεριφορά, κρατώντας πάντα το σκοινί τεντωμένο, κολύμπησα όσο πιο γρήγορα πάνω της και προσπάθησα βουτώντας να την πιάσω από την ουρά. Το ψάρι άρχισε να χτυπιέται πιο μανιασμένα αλλά εγώ ήμουν αποφασισμένος να μην υποχωρήσω. Με τα πολλά κατάφερα να την πιάσω από την ουρά και κατόπιν από τα βράγχιά της. Έβγαλα το μαχαίρι από την ζώνη μου και έδωσα ένα γρήγορο τέλος στο υπέροχο αυτό πλάσμα. Η βολή ήταν χαμηλά στη κοιλιά αλλά η βέργα κρατήθηκε πάνω στο ψάρι χάρη του μεγάλου πτερύγιου που έχει η λίτσα λίγο πριν την ουρά της. Την πήρα αγκαλιά, την φίλησα, της ζήτησα συγνώμη και ξεκίνησα το δρόμο για τον γυρισμό.

Το ψάρεμα και οι καλοκαιρινές μου διακοπές στην αγαπημένη μου Κάρπαθο είχαν τελειώσει υπέροχα. Η ώρα ήταν 5΄55 μμ. Το τι σαργοί, σκάροι και σάρπες πέρασαν από μπροστά μου δεν λέγεται. Τα ψάρια λες και το είχαν καταλάβει ότι δεν θα ψάρευα άλλο, έκαναν παρέλαση μπροστά μου. Εγώ κολυμπώντας τα παρατηρούσα χαμογελώντας. Βγήκα, άλλαξα και όταν έφτασα στο σπίτι των γονιών μου έγινε χαμός μόλις είδαν το ψάρι, βγήκαν οι απαραίτητες φωτογραφίες και η ζυγαριά έδειξε ότι η λίτσα ήταν ακριβώς 13 κιλά!










Η παιχνιδιάρα...









Το meteo έδινε καλό καιρό και έτσι αποφασίσαμε με το Σπύρο να πάμε άλλο ένα ψάρεμα στο Σαρωνικό. Η ημέρα ήταν όντως ηλιόλουστη αλλά το κρύο ήταν τσουχτερό. Ντυθήκαμε γρήγορα και ρίξαμε το φουσκωτό από τη γλίστρα βάζοντας πλώρη για γνωστά μέρη. Αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε από ένα βαθύ κομμάτι που είχαμε να το βουτήξουμε αρκετούς μήνες. Θα βούταγε ο Σπύρος μιας και έχει τα μέτρα... Για εμένα ήταν λίγο οριακά μέσα στο καταχείμωνο. Κάνει τη βουτιά και βγαίνει. Μου κάνει νόημα ότι θα ξαναβουτήξει. Εγώ τον προσέχω. Μετά από λίγη χαλάρωση βουτάει και εγώ παρόλο το βάθος των 30 μέτρων μπορώ αχνά να τον διακρίνω. Έχει πολύ καλή ορατότητα. Μετά από λίγο ανεβαίνει με μια δίκιλη σφυρίδα.
Η Παιχνιδιάρα..
«Πάμε να φύγουμε δεν έχει τίποτε άλλο» μου λέει «ή μάλλον έχει αλλά δεν θα το πιάσουμε. Παραλίγο να ρίξω σε ένα μεγάλο μουγκρί. Στην πρώτη βουτιά είδα κάτι γκρι, μεγάλο και την ώρα που σημάδεψα και άρχισα να σφίγγω τη σκανδάλη, γύρισε και με κοίταξε το μουγκρί. Πρέπει να είναι κοντά στα 10 κιλά!! Είχα δει την σφυριδούλα που καθόταν από έξω γι’ αυτό έκανα την 2η βουτιά».
«Μια χαρά» του απαντάω και φύγαμε.
«Ρε Ζακ, έχω ένα στίγμα που είναι στην πορεία μας και δεν πολυθυμάμαι τι είναι αλλά και πως είναι. Είναι ρηχό και έχω να το βουτήξω κάτι χρόνια. Να του ρίχναμε μια ματιά;» με ρωτάει. 
«Εννοείται» του απαντάω.
Ετοιμάστηκα και όταν φτάσαμε στο σημείο βούτηξα. Το μέρος δεν είχε πολύ ενδιαφέρον και δεν μπορούσα να καταλάβω που θα ήταν το πιθανό θαλάμι ή φρύδι, μιας και όλο έδειχνε να ήταν συμπαγές. Καμιά 30αριά μέτρα πιο πέρα όμως, είχε πιο πολύ ενδιαφέρον μιας και έπαιζαν κάτι καλοί σαργοί. Όπως κοίταζα να καταλάβω το μέρος το μάτι μου «έπιασε» μια σκιά στην άμμο. Μια μεγάλη σφυρίδα 4-5 κιλών κάθεται και με κοιτάει περίπου 20 μέτρα μακριά μου. Βάζω 2η σκάλα στο 82αρι και βουτάω πάνω στο ψάρι όσο πιο ήρεμα μπορώ χωρίς πολλές-πολλές κινήσεις. Μόλις πλησιάζω το ψάρι, γυρίζει με κοιτάζει και εγώ προσπαθώ να μην κουνιέμαι. Όμως η σφυρίδα αρχίζει να κινείται πριν μπει στο βεληνεκές μου. Την ακολουθώ καθώς αναδύομαι προσπαθώντας να μην την χάσω από τα μάτια μου. Ακούω τον Σπύρο να μου φωνάζει αλλά δεν του δίνω σημασία μέχρι που το ψάρι μπήκε στο θαλάμι του. Βγάζω το κεφάλι μου από το νερό και ακούω τον Σπύρο να μου φωνάζει:
«Εδώ είναι το μέρος, έχεις φύγει μακριά».
«Εδώ όμως μπήκε μια σφυρίδα 4-5 κιλά» του λέω γελώντας και μένει άναυδος.
Παίρνω το 87αρι, βάζω 2η σκάλα και βουτάω. Κρύβομαι για να μην με βλέπει το ψάρι και πλησιάζω στο σημείο που τρύπωσε. Όμως έχει βγει έξω, με περιμένει και μόλις με βλέπει μπαίνει με φόρα στο θαλάμι πετώντας άμμο. Ανάδυση. Το βάθος είναι μόλις 10,8 μέτρα. Παίρνω δύο ανάσες και ξαναβουτάω ακόμη πιο μακριά για να με κρύψει περισσότερο ο βράχος. Η κυρία όμως έχει βγει ακόμη πιο έξω και με περιμένει και με το που πλησιάζω δίνει μια και χάνεται. Αναβαίνω και το συζητάμε με το Σπύρο, αποφασίζοντας να κάνω βολή στην τρύπα. Το ίδιο συνέβη πάλι μόνο που αυτή την φορά την ακολουθώ στο θαλάμι της. Όμως το ψάρι είναι άφαντο μέσα στη θολούρα. Πάλι πάνω. Ξανά βουτιά, το ψάρι πάλι τα ίδια μόνο που αυτή τη φορά το ακολουθώ αλλά κοιτάζω από μια άλλη, πιο μακρινή τρύπα. Βλέπω το ψάρι κορνίζα με σκυμμένο το κεφάλι και εγώ του ρίχνω από περίπου 3 μέτρα απόσταση μια διαγώνια βολή στο κεφάλι. Χαμός, παίρνω ότι μπόσικα μπορούσα αλλά το ψάρι χτυπιέται και το φρύδι όλο «καπνίζει». Το δένω σε μια σημαδούρα. Αναβαίνω στη βάρκα και εξιστορώ στον Σπύρο το όλο συμβάν. Βουτάει και εκείνος αλλά δεν μπορεί να δει τίποτα από τη θολούρα και τα αίματα.
«Είναι μακρινή η βολή σου, γιατί μόλις που προεξέχει από τον βράχο η πετονιά» μου λέει. «Το ξέρω» του απαντώ «αλλά δεν γινόταν αλλιώς. Έξαλλου είναι ρηχά και είμαστε δύο».
Κάναμε μια δύο βουτιές και αποφασίσαμε να το αφήσουμε να ησυχάσει για περίπου 15΄μιας και δεν βλέπαμε τίποτα από την θολούρα. Εγώ, εν τω μεταξύ, βούτηξα να δω εκείνη την τρύπα που μου άρεσε και πήρα ένα 700αρι σαργό που ήταν μέσα λουφαγμένος. Αφού πέρασαν τα 15΄ βούτηξα. Δυστυχώς από ένα παράθυρο φαινόταν μόνο το κότσι της ουράς. Πήρα το γάντζο και άρχισα να σπρώχνω το ψάρι. Αυτό δεν σπαρτάρισε καθόλου. Μακρύναμε και άλλο τον γάντζο και έσπρωξα πιο πολύ. Το ψάρι ξεκόλλησε αλλά κεφάλι δεν βλέπαμε. Από το ίδιο παράθυρο που είχε κάνει την 1η βολή, έβλεπα το μισό ψάρι. Αποφασίσαμε να κάνω άλλη μια βολή στο κέντρο και να τραβήξουμε. Έτσι και έγινε. Το ψάρι κουνήθηκε, αλλά στο δυνατό τράβηγμα ξεψάρισε. Ξεκούραση για λίγο και ξανά βουτιά. Αυτή τη φορά βλέπω βράγχια. Σημαδεύω και ρίχνω στο κρανίο. Τραβάμε εναλλάξ αλλά το ψάρι αρνείται να βγει.
«Το ψάρι είναι νεκρό, για τράβα το σκοινί της 1ης βολής» μου λέει ο Σπύρος.
Βουτάω, πιάνω το σκοινί, κοντράρω με τα πόδια μου στο βράχο τραβώντας με δύναμη και απότομα 2-3 φορές. Ως δια μαγείας το ψάρι ξεκολλάει, το παίρνω αγκαλιά και βγαίνω. Ο Σπύρος πάνω στο φουσκωτό μου κάνει νόημα να τον πλησιάσω γρήγορα και να του δώσω το ψάρι. Το φίλησα και του το έδωσα.

«Λίγο πριν βγεις βούτηξε αρκετά κοντά μας μια μεγάλη φώκια και δεν ξέρω τι σχέδια είχε για το ψάρι, ποτέ δεν ξέρεις... Πάντως η σφυρίδα δεν είναι 4-5 κιλά» μου είπε χαμογελώντας.
Εκεί τελείωσε το ψάρεμά μας. Παρατηρήσαμε ότι η βολή στο κεφάλι δεν σκότωσε το ψάρι γιατί απλώς του έξυσε το κρανίο. Κοιτώντας καλύτερα είδαμε ότι η 1η βολή της είχε τρυπήσει την καρδιά. Την ξαναφίλησα και της ζήτησα συγνώμη για τον πόνο που της είχα προκαλέσει. Λίγο πριν βγούμε βγάλαμε τις ανάλογες φωτογραφίες. Για την ιστορία, η ζυγαριά έδειξε ότι η σφυρίδα ήταν 7,860 κιλά!!!








Τρίτη 25 Δεκεμβρίου 2012

Η λίτσα.




Με το φίλο μου Βρεττό Παχούλη, αν και είμαστε από το ίδιο χωριό της Καρπάθου, σπάνια πάμε για ψάρεμα μαζί λόγω επαγγελματικών υποχρεώσεων. Ειδικά φέτος που ο Βρεττός είναι και πάλι μέλος της εθνικής Ελλάδος στο μπόουλινγκ τα πράγματα έχουν δυσκολέψει πολύ περισσότερο.
Όμως μια Κυριακή στις αρχές του καλοκαιριού όλα ήρθαν ιδανικά. Το μελτέμι είχε πέσει, και μη έχοντας άλλες υποχρεώσεις ξεκινήσαμε χαράματα για το αγαπημένο μας ψαροτούφεκο. Τα φορτώσαμε όλα και πήγαμε για την Αγία Μαρίνα. Προορισμός η Νότια Ανατολική Εύβοια. Το φέριμποτ μας πέρασε απέναντι και μετά από περίπου μιας ώρας οδήγησης φτάσαμε στον προορισμό μας. Το μέρος ήταν υπέροχο. Είχε και ένα μικρό ρυάκι. Λες και ήμασταν σε κάποιο τροπικό μέρος. Καθώς ντυνόμασταν άκουσα και ένα περίεργο θόρυβο. Έμοιαζε σαν κελάηδισμα αλλά δεν ήταν. Έψαξα με προσοχή για να μην τρομάξω τον απρόσκλητο καλεσμένο μας, ώσπου ο Βρεττός χτυπώντας με στον ώμο μου έδειξε ένα βατράχι χαμογελώντας. Λες και το κατάλαβαν ότι είχαν ακροατήριο και 3-4 από αυτά άρχισαν μια όμορφη συναυλία πρωί-πρωί.
Ντυθήκαμε, πήραμε τον εξοπλισμό μας και βουτήξαμε. Ο τόπος από τα ρηχά του έδειχνε ότι ήταν καλός. Μονόπετρα, πλάκες, σχισμές σχεδόν παντού. Τα μόνα αρνητικά ήταν ότι η θερμοκρασία του νερού ήταν 19ο C και ήταν θολά λόγω του χτεσινού βοριά. Εμείς απτόητοι. Κάναμε καρτέρια, πλαναρίσματα και ψάχναμε ότι μας άρεσε. Εκτός από μικρά άσπρα δεν είδαμε τίποτα. Έτσι φτάσαμε στον κάβο χωρίς να έχουμε πιάσει κάτι. Εκεί σε ένα καρτέρι ο Βρεττός είδε ένα μεγάλο μαύρο, γύρω στα 10 κιλά, να φεύγει για τα βαθιά. Συναγερμός! Ξεκινήσαμε τις βουτιές προς τα εκεί που χάθηκε το ψάρι αλλά μάταια. Ο βυθός μετά τα  -23 μ γινόταν αμμώδης και η αποχή δεν είχε κανένα μέρος για να μπει το ψάρι. ¨Φάγαμε¨ το τόπο. Ανοιχτήκαμε μπας και βρούμε κάποια πλάκα, μονόπετρο αλλά τίποτα. Δεν βοηθούσε και η θολούρα που μετά τον κάβο η ορατότητα ήταν μέχρι τα 10μ. Τουλάχιστον είδαμε κάτι καλό είπαμε και συνεχίσαμε, αλλά τίποτα. Έτσι αποφασίσαμε να γυρίσουμε πίσω. Ο Βρεττός αποφάσισε να κάνει καρτέρια στον κάβο και εγώ ανοίχτηκα για να μην κάνω την ίδια διαδρομή. Εξάλλου ο καθένας μας είχε την σημαδούρα του οπότε δεν θα χανόμασταν. Κρατούσα στο χέρι το 80ντάρι με πρώτη σκάλα και το βάθος ήταν λιγότερο από 15 μ. Κολυμπούσα βαριεστημένα έχοντας πάρει απόφαση ότι δεν θα πιάσω τίποτα σήμερα. Ευχόμουν ο Βρεττός να είχε καλύτερη τύχη από ότι εγώ, όταν από κάτω μου και στην μισή απόσταση από τον βυθό πέρασαν δύο λίτσες. Αν ήμουν πιο συγκεντρωμένος θα τις είχα δει να ερχόντουσαν και θα ήμουν προετοιμασμένος. Δεν είχα άλλη επιλογή, πήρα μια βαθειά ανάσα και βούτηξα όσο πιο ήρεμα μπορούσα. Το προπορευόμενο ψάρι ήταν ήδη μακριά αλλά το δεύτερο ίσως μου έδινε μια ευκαιρία για βολή. Κολυμπούσα κουνώντας τα πέδιλά μου όσο λιγότερο μπορούσα, ακολουθούσα το ψάρι το οποίο φαινόταν ήρεμο. Αυτό κράτησε περίπου ένα λεπτό όταν η λίτσα έκοψε ταχύτητα και έστριψε το σώμα της για να με δει. Ήταν η ευκαιρία που γύρευα και σημαδεύοντας στο κέντρο της πάτησα την σκανδάλη, ελπίζοντας να μην βρω σπονδυλική στήλη μιας και είχα πρώτη σκάλα. Όντος η βολή την βρήκε στην μέση-διαγώνια και ένας τρελός χορός ξεκίνησε. Το μουλινέ ξετυλίχτηκε σαν τρελό και εγώ απλώς παρατηρούσα κρατώντας το σχοινί τεντωμένο ανήμπορος να κάνω κάτι άλλο. Αφού τράβηξε για τον βυθό χωρίς επιτυχία, η λίτσα πήγε προς την επιφάνεια και πετάχτηκε έξω προσπαθώντας να απαλλαγεί από την βέργα. Μάταια όμως και μετά από 20΄ κουρασμένη παραδόθηκε. Την έπεισα από την ουρά και μετά από τα βράγχια και της έδωσα ένα γρήγορο τέλος. Σε όλη αυτή την μάχη η άλλη λίτσα ήταν δίπλα της συνέχεια. Όταν πια έπεισα το ψάρι στα χέρια μου, η 2η λίτσα έφυγε. Φίλησα το ψάρι ζητώντας του συγνώμη και το κρέμασα στην σημαδούρα μου. Την ώρα που το χάζευα όλος χαρά είδα μια κίνηση σε ένα δεμάτι φύκια σχετικά κοντά μου. Άφησα ποντισμένη την σημαδούρα και βούτηξα γεμάτος περιέργεια. Μια μεγάλη κίτρινη πετροχειλού είχε ψευτοκρυφτεί μέσα στα φύκια. Σημάδεψα και έπιασα ένα υπέροχο ψάρι κοντά στα δύο κιλά. Είχα πολλά χρόνια να δω μια τόσο μεγάλη πετροχειλού, πόσο μάλλον να πιάσω μια.

 Καθώς πλησίαζα την ακτή με πρόφτασε ο Βρεττός. Ήταν στενοχωρημένος.
«Τι έγινε;» τον ρώτησα.
«Μου ήρθαν συναγρίδες….» είπε….
«Και;…»
«Τα ψάρια ήταν καμιά δεκαριά αλλά πολύ νευρικά. Έχοντας ένα ολοκαίνουργιο μακρύ όπλο στα χέρια μου, ήθελα να είμαι σίγουρος για την βολή. Σε μια – δυο περιπτώσεις μπορούσα να είχα κάνει την βολή αλλά…...  Έτσι βάθυνα και άλλο με αποτέλεσμα μετά από πολλά καρτέρια ένα ψάρι ξέκοψε και έκανα μια μακρινή βολή. Το ψάρι πρόλαβε να στρίψει και χτυπήθηκε στην κοιλία. Η τριάρα συναγρίδα χτυπήθηκε με μανία, με αποτέλεσμα να σκιστεί. Έψαξα παντού να την βρω αλλά η θολούρα δεν με βοήθησε. Έκανα και πιο βαθιά καρτέρια αλλά τα ψάρια δεν ξαναήρθαν» μου είπε σκασμένος.
Βγήκαμε και βγάλαμε τις φωτογραφίες και αφού αλλάξαμε πήραμε τον δρόμο της επιστροφής. Η λίτσα ήταν 7,400γρ και η πετροχειλού 2,050γρ! 
                                                                                         
                                                                                                         



                                                                                      
              

Δευτέρα 24 Δεκεμβρίου 2012

Γοφάρια στα Ρηχά!




Πριν από δύο μέρες είχαμε πάει για ψάρεμα με τον Σπύρο Μαρίνη στον Ν. Ευβοϊκό και μία βραχωμένη πίγκα στα -35μ. μας είχε στερήσει αρκετή ώρα από το ψάρεμά μας. Έτσι μόλις την προσθέσαμε στις τέσσερις στήρες το 3,5κ ψάρι, το ψάρεμα είχε τελειώσει, μιας και ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει.
Μια μέρα αργότερα χτυπάει το τηλέφωνο και είναι ο Σπύρος: «Για σου Ζακ, τι κάνεις αύριο;» 
«Για σου Σπύρο. Δυστυχώς έχω επιτήρηση σε διαγώνισμα στις δύο το μεσημέρι» του απατάω. 
«Κρίμα, έλεγα να συνεχίζαμε από εκεί που σταματήσαμε. Εγώ πάντως θα πάω.» 
«Να προσέχεις, θα τα πούμε» του απάντησα και έκλεισα το τηλέφωνο. Μια ιδέα μου καρφώθηκε κυριολεκτικά στο μυαλό μου. Γιατί να μην πάω πρωί-πρωί για μια βουτιά και μετά στο σχολείο. Ο πιο βολικός ψαρότοπος ήταν ο αγαπημένος μου Β. Ευβοϊκός. Φόρτωσα τον ανάλογο εξοπλισμό μου και λίγο πριν τις 5 πμ ήμουν ήδη στο δρόμο. Έφτασα, ντύθηκα όσο πιο γρήγορα μπορούσα και βούτηξα. Η ώρα ήταν 7 πμ ακριβώς. Το νερό ήταν στους 20ο C, αλλά η θολούρα σταθερή στην θέση της. Κολύμπησα και ανοίχτηκα για κάποια ξενέρια που ξέρω. Έκανα μια-δύο βουτιές για να ανοίξω και ενώ προχωρούσα να τρία ωραία γοφάρια σε βάθος μόλις 2-3 μ. Συναγερμός, κάνω αμέσως βουτιά και πιάνομε από μια προεξοχή του βράχου για καρτέρι. Τα δύο ψάρια χάθηκαν ενώ το τρίτο κοντοστάθηκε γύρισε προς το μέρος μου αλλά ήταν εκτός βολής. Δίνω μια χεριά, το πλησιάζω και του ρίχνω στα πλευρά λίγο πριν χαθεί μέσα στην θολούρα. Χαμός, το μουλινέ ξετυλίχτηκε σφυρίζοντας και το γοφάρι προσπαθούσε να απαλλαγεί από την βέργα. Κρατώντας το σχοινί τεντωμένο έλεγχα το ψάρι των 3,3 κιλών που κουρασμένο μετά από λίγο παραδόθηκε. Το πήρα στα χέρια μου, του έδωσα ένα γρήγορο τέλος και ζητώντας του συγγνώμη το φίλησα και το κρέμασα στην ψαροβελόνα μου. 
Βασικά το ψάρεμά μου είχε τελειώσει πριν καλά-καλά αρχίσει! Αποφάσισα να συνεχίσω για καμιά ώρα ακόμη. Όσο ανοιγόμουν η θολούρα αυξανόταν. Το θερμοκλινές ήταν στα τρία μέτρα και από εκεί και κάτω δεν έβλεπες ούτε την μύτη σου στην κυριολεξία. Έτσι έκανα καρτέρια πάνω σε βράχους ή στα ξενέρια. 
Σε ένα καρτέρι φάνηκε ένα λαβράκι 1,5 κιλού και του έριξα αλλά μέσα στην θολούρα αστόχησα. Καθώς κολυμπούσα για να πάω σε ένα άλλο ξενέρι, από κάτω μου πέρασε ένα μεγάλο κοπάδι από κεφάλους και ένα κοπάδι μεγάλες σάρπες. Τα αγνόησα και έκπληκτος βρέθηκα μπροστά σε καμιά δεκαριά γοφάρια διάφορων μεγεθών. Δεν είχα που να κρυφτό και το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να μαζευτώ όσο μπορούσα και να κρύψω τα μάτια μου με το χέρι μου. Το κοπάδι με αγνόησε και συνέχισε την πορεία του εκτός από ένα που ξέκοψε και ήρθε καταπάνω μου. Δεν περίμενα για κάτι καλύτερο και σημάδεψα το υπέροχο ψάρι και το πέτυχα στο πλαϊνό πτερύγιο του. Πέρασε στο σκοινί  και δέθηκε σχεδόν κόμπο κάνοντας την ζωή μου πιο εύκολη μιας και δεν υπήρχε περίπτωση να ξεψαρίσει. Το έφερα σχετικά γρήγορα κοντά μου και αυτό πετάχτηκε έξω από το νερό. Το έπιασα από τα βράγχια και του έδωσα ένα γρήγορο τέλος. Το φίλησα και αυτό και ζητώντας του συγνώμη κρέμασα το 3,1 κιλών γοφάρι μαζί με το άλλο. 
Αποφάσισα να μην συνεχίσω άλλο αλλά καθώς γύριζα είδα μια μεγάλη σκιά κοντά σε ένα βράχο. Δεν ήταν γοφάρι γιατί η σιλουέτα ήταν πιο χοντρή και έμοιαζε με λαβράκι. Έκανα ένα γρήγορο καρτέρι και η σκιά οριακά μέσα στην θολούρα με πλησίασε με αρκετή ταχύτητα έχοντας πορεία να περάσει από κάτω μου. Χωρίς να χάσω χρόνο πάτησα την σκανδάλη και είδα το μουλινέ να ξετυλίγεται σαν τρελό. Μετά από λίγο ένα υπέροχο λαβράκι των 2,8 κιλών «έπεφτε» μέσα στη αγκαλιά μου. Έκανα ότι και στα δύο άλλα ψάρια και αποφάσισα να μην ψαρέψω άλλο. Είχε μόλις περάσει μιάμιση ώρα. 
Τότε είδα ένα καΐκι να έρχεται καταπάνω μου. Ήταν ο φίλος μου ο Κυριάκος. Ανέβηκα στο σκάφος και με πήγε στο λιμανάκι μιας και είχα βουτήξει από εκεί δίπλα. 
Βγάλαμε τις απαραίτητες φωτογραφίες και μου λέει: «Ωραία ψάρια Ζάχο! Θα φας καλά σήμερα». 
«Γιατί θα φάω και όχι θα φάμε;» του απάντησα. Ενώ εκείνος με κοιτούσε με απορία του έδωσα το «μικρό» γοφάρι. 
Με χιλιοευχαρίστησε και αφού αποχαιρετιστήκαμε άλλαξα και πανευτυχής πήρα τον δρόμο για το σχολείο. Τι να πει κανείς μέσα σε αυτήν την ομορφιά του τοπίου  και όχι μόνο….. Τα σχόλια είναι περιττά….